- αποχρών, -ώσα, -ών
- επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.